- ντόμπερμαν
- (dobermann). Ράτσα λυκόσκυλου που προέρχεται, όπως πιστεύεται, από διασταύρωση λαγωνικών, τεριέ και ποιμενικών. Έχει ύψος έως το ακρώμιο 60-65 εκ., τρίχωμα κοντό, γενικά μαύρο ή καστανό. Το κεφάλι, όχι πολύ επιμήκες, έχει αυτιά όρθια μέσων διαστάσεων και μάτια όχι μεγάλα. Τα μακρά, λεπτά και μυώδη άκρα του τελειώνουν σε ισχυρά γαμψά νύχια, ενώ η ουρά μόλις εξέχει από τη βάση της. Ο ν. είναι ρωμαλέο, ζωηρό και θαραλλέο σκυλί, κατάλληλο για άμυνα, φύλαξη και αστυνομικές υπηρεσίες.
Το ντόμπερμαν, ρωμαλέο σκυλί, συγγενικό με το δανέζικο, είναι κατάλληλο για άμυνα και φύλαξη.
Dictionary of Greek. 2013.